κόλλουρος

κόλλουρος
κόλλουρος
fish
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλλουρος — κόλλουρος, ὁ (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού κόλουρος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] …   Dictionary of Greek

  • κολλουρίς — κολλουρίς, ίδος, ἡ (Α) [κόλλουρος] είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”